-μαθής

-μαθής
(AM -μαθής)
β' συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. -μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε -μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής, νομομαθής, ολιγομαθής, οψιμαθής, πολυμαθής, ταχυμαθής, φιλομαθής
αρχ.
αξιομαθής, βραδυμαθής, επιμαθής, κακομαθής, ομομαθής, οξυμαθής, παιδομαθής, πραγματομαθής, χρηστομαθής
νεοελλ.
αγγλομαθής, αρχαιομαθής, αφιλομαθής, γαλλομαθής, γερμανομαθής, γλωσσομαθής, ελληνομαθής, ευρυμαθής, ιταλομαθής, λατινομαθής, τουρκομαθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μάθης — μάθη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάθῃς — μάθη fem dat pl (epic) μανθάνω learn aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μὴ ἄρχε, πρὶν ἄρχεσθαι μάθης. — См. Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μάθηις — μάθῃς , μάθη fem dat pl (epic) μάθῃς , μανθάνω learn aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμαθής — ές (ΑΜ εὐμαθής, ές) 1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής 2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση αρχ. 1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός 2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή… …   Dictionary of Greek

  • ευρυμαθής — ές αυτός που έχει ευρεία μάθηση, πλούτο γνώσεων, ο πολυμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + μαθής (< μάθος), πρβλ. α μαθής, πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ημιμαθής — ές (Α ἡμιμαθής, ές) αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια επιστήμη ή μια τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μαθής (< μανθάνω, πρβλ. αόρ. β έ μαθ ον), πρβλ. α μαθής πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ιταλομαθής — ές αυτός που γνωρίζει και χειρίζεται καλά τα ιταλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + μαθής (< μάθος, το < μανθάνω), πρβλ. αγγλο μαθής, γαλλο μαθής] …   Dictionary of Greek

  • κακομαθής — ές (Α κακομαθής, ές) αυτός που μαθαίνει κάτι δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μαθής (< μάθος), πρβλ. φιλο μαθής, χρηστο μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ισπανομαθής — ές ο κάτοχος, ο γνώστης τής ισπανικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἱσπανός + μαθής (< μάθος < θ. μαθ. τού μανθάνω, πρβλ. αόρ. β έ μαθ ον), πρβλ. ελληνο μαθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”